ἡμίονος

ἡμίονος
ἡμῐονος
1 mule

ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7

ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο σπεύδων P. 4.94


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμίονος — half ass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …   Dictionary of Greek

  • ημίονος — ο το μουλάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμιόνω — ἡμίονος half ass masc/fem nom/voc/acc dual ἡμίονος half ass masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοιν — ἡμίονος half ass masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοις — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοισι — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοισιν — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνου — ἡμίονος half ass masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνους — ἡμίονος half ass masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνων — ἡμίονος half ass masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”